- ολόασπρος
- και ολάσπρος, -η, -οεντελώς άσπρος, κάτασπρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολάσπρος — η, ο βλ. ολόασπρος … Dictionary of Greek
ολάσπρος — η, ο και ολόασπρος, η, ο ο ολότελα άσπρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόλευκος — η, ο ο εντελώς λευκός, κατάλευκος, ολόασπρος. Το σπίτι τους απέξω είναι ολόλευκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)